- περισημος
- περίσημοςπερί-σημοςдор. περίσᾱμος 2(дор. superl. περισᾱμότατος) замечательный, прославленный
(φόνος Eur. - о Данаидах)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φόνος Eur. - о Данаидах)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περίσημος — very famous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίσημος — ον, δωρ. τ. περίσαμος, ον, Α πολύ φημισμένος, περιώνυμος, γνωστός παντού, διαβόητος («ὁ φόνος ἦν... περισαμότατος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σημος (< σῆμα), πρβλ. διά σημος] … Dictionary of Greek
περισημότερον — περίσημος very famous adverbial comp περίσημος very famous masc acc comp sg περίσημος very famous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισημότατον — περίσημος very famous masc acc superl sg περίσημος very famous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίσημον — περίσημος very famous masc/fem acc sg περίσημος very famous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισημοτάτην — περίσημος very famous fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισημοτάτῃ — περίσημος very famous fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισημοτάτῳ — περίσημος very famous masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισήμου — περίσημος very famous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισήμους — περίσημος very famous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισήμων — περίσημος very famous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)